-
1 вручение
вручение с η απονομή, η επίδοση \вручение наград (призов) η απονομή παρασήμων (βραβείων) \вручение верительных грамот η επίδοση διαπιστευτηρίων* * *сη απονομή, η επίδοσηвруче́ние награ́д (призо́в) — η απονομή παρασήμων (βραβείων)
вруче́ние вери́тельных гра́мот — η επίδοση διαπιστευτηρίων
-
2 рекорд
рекорд м το ρεκόρ, η επίδοση; το πρωτάθλημα (τκ. спорт.)· побить \рекорд καταρρίπτω (или σπάζω) ρεκόρ; установить новый \рекорд σημειώνω νέα επίδοση (или νέο ρεκόρ)* * *мτο ρεκόρ, η επίδοση; το πρωτάθλημα (тк. спорт.)поби́ть реко́рд — καταρρίπτω ( или σπάζω) ρεκόρ
установи́ть но́вый реко́рд — σημειώνω νέα επίδοση ( или νέο ρεκόρ)
-
3 результат
результат м 1) (итог) το αποτέλεσμα; в \результате... σαν αποτέλεσμα..., στο τέλος... 2) (показатель ) η επίδοση* * *м1) ( итог) το αποτέλεσμαв результа́те... — σαν αποτέλεσμα..., στο τέλος…
2) ( показатель) η επίδοση -
4 вручение
-я ουδ.εγχείριση, παράδοση στα χέρια, επίδοση•вручение удостоверений επίδοση διαπιστευτηρίων.
-
5 успеваемость
-и θ.επίδοση, πρόοδος•учащихся η επίδοση των μαθητών, ευμάθεια.
-
6 действие
1. (деятельность, работа, функционирование) η λειτουργί/αη ενέργεια, η δράσηη κίνηση, η πράξηнаходиться в - и βρίσκομαι σε κίνηση/λειτουργία- рычага η μόχλωση, η μόχλευση2. (результат, эффект) η επίδραση, το αποτέλεσμαответное - η ανταπόκριση, η αντίδρασηотравляющее - η δηλητηρίαση, η τοξική παρενέργειαпоражающее - βλαβερή -, η προσβολή, разрушающее - καταστρεπτική -, разъедающее - διαβρωτική -, - силы тяжести - της δύναμης της βαρύτητας, тепловое - θερμική -ударное - της κρούσης, η κρούση3. (функционирование) η λειτουργία, η απόδοση, η επίδοση 4. мат. η πράξη 5. (поступок) η πράξη 6. (договора, соглашения) η ισχύςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > действие
-
7 успеваемость
η πρόοδος, η επίδοση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > успеваемость
-
8 вручение
вруч||ениес ἡ ἐπίδοση [-ις], ἡ πα-ράδοση [-ιζ], ἡ ἀπονομή. -
9 неуспеваемость
неуспеваемостьж ἡ καθυστέρηση, ἡ κακή ἐπίδοση στά μαθήματα. -
10 успеваемость
успеваемостьж ἡ ἐπίδοση [-ις], ἡ πρόοδος. -
11 успеваемость
[ουσπιβάιμαστ'] ονσ. θ. επίδοση, πρόοδος -
12 успеваемость
[ουσπιβάιμαστ'] ονσ. θ. επίδοση, πρόοδος -
13 неуспеваемость
-и θ.η μη επίδοση στα μαθήματα. -
14 нотабена
-ы θ. κ. нотабене άκλ. ουδ. πρόσεχε, σημείωσε καλά. || παλ. σημείωση, προειδοποίηση (για την επίδοση ή τη διαγωγή μαθητή). -
15 обращение
-я ουδ.1. στροφή, γύρισμα• κατεύθυνση.2. μεταβολή, μετατροπή•обращение дробей в десятичные μετατροπή κλασμάτων σε δεκαδικούς.
|| μεταποίηση• αλλαγή.3. κυκλοφορία (εμπορευμάτων, αίματος κ.τ.τ.)• пустить в -θέτω σε κυκλοφορία•изъять из -я βγάζω από την κυκλοφορία.
4. αφοσίωση, επίδοση•обращение к науке αφοσίωση στην επιστήμη.
5. αλλαξοπιστία•обращение в христианство εκχριστιανισμός.
6. τροπή•обращение в бегство τροπή σε φυγή, κατατρόπωση.
7. χρησιμοποίηση (προς όφελος).8. συμπεριφορά, φέρσιμο μεταχείριση•хорошее καλή συμπεριφορά•
жестокое обращение κακομεταχείριση.
9. έκκληση, πρόσκληση επίκληση•обращение со-вта мира έκκληση του Συμβουλίου ειρήνης.
10. (γραμμ.) κλήση, προσφώνηση (σε κλητική πτώση). -
16 резочный
επ.κοπτικός, της κοπής,,результат-а α.αποτέλεσμα•-ы экзаменов αποτελέσματα των εξετάσεων•
положительный резочный θετικό αποτέλεσμα.
(αθλτ.) δείκτης, επίδοση,εκφρ.в -е – α) τελικά, στο τέλος, εν τέλει, β) από αιτία, εξ αιτίας, ένεκα, λόγω. -
17 увлечение
-я ουδ.1. έλξη, τράβηγμα, σύρσιμο.2. ενθάρρυνση, εγκαρδίωση, γκάρδιωμα.3. αφοσίωση, απορρόφηση, επίδοση, προσήλωση.4. ερωτοληψία, ερωτιά, έρωτας• ερωτοδουλιά. -
18 успевать
ρ.δ.1. βλ. успеть.2. μαθαίνω καλά, έχω καλή επίδοση•успевать по математике μαθαίνω καλά στα μαθηματικά.
-
19 четвёрочник
-а α., -ца, -ы θ.μαθητής, -ρια με επίδοση 4 (πολύ καλά).
См. также в других словарях:
επίδοση — η 1.η παράδοση πράγματος (και ιδίως επίσημου εγγράφου) στα χέρια κάποιου: Επίδοση διαπιστευτηρίων. 2. (από το αμτβ. επιδίδω,προκόβω, προοδεύω), προκοπή, πρόοδος: Έχει μεγάλη επίδοση στα μαθηματικά. 3. (αθλητ.), το ανώτατο όριο αθλητικής… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίδοση — η (AM ἐπίδοσις) [ἐπιδίδωμι] 1. αύξηση, πρόοδος, προκοπή 2. αφοσίωση, προσήλωση («τοῖς μὲν οὖν ἀρχαίοις... πολλὴ ἐπίδοσις ἦν αὐτοῦ») 3. παράδοση ενός πράγματος (ιδίως εγγράφου) στα χέρια κάποιου 4. αθλητική επιτυχία (ή βαθμολογική επιτυχία σε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek
ρεκόρ — το, Ν 1. αθλητική επίδοση που ξεπερνά κάθε προηγούμενη στο είδος 2. (γενικά) η μεγαλύτερη επίδοση, ο μεγαλύτερος βαθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. record < αγγλ. record (< λατ. recordor «θυμάμαι, αναλογίζομαι»)] … Dictionary of Greek
ανεμοπορία — Ονομάζεται έτσι η τεχνική της πτήσης με ανεμόπτερο και η σχετική με αυτήν οργάνωση. Αν εξαιρεθεί η απουσία του κινητήρα πρόωσης, η πτήση ενός ανεμόπτερου διέπεται από τους ίδιους νόμους της αεροδυναμικής οι οποίοι ρυθμίζουν την πτήση όλων των… … Dictionary of Greek